3,276,318
edits
(6_20) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠράζω''': πυρακτῶ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697. | |lstext='''πῠράζω''': πυρακτῶ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) [[θερμαίνω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει διάπυρο, [[πυρακτώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πυράζω]] παράγεται από τη λ. <i>πῦρ</i> και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση του ρ. <i>πυρακτῶ</i>]. | |||
}} | }} |