Anonymous

πτωσκάζω: Difference between revisions

From LSJ
35
(Autenrieth)
(35)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=inf. -έμεν: [[crouch]] in [[fear]], Il. 4.372†.
|auten=inf. -έμεν: [[crouch]] in [[fear]], Il. 4.372†.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πτωκάζω]] Α<br />[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[πτώσσω]] «[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος [[κατά]] το [[ἀλυσκάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλύσκω]]) πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>πτώσκω</i>. Ο τ. [[πτωκάζω]] [[είναι]] εσφ.].
}}
}}