Anonymous

πτωσκάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πτωκάζω]] Α<br />[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[πτώσσω]] «[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος [[κατά]] το [[ἀλυσκάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλύσκω]]) πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>πτώσκω</i>. Ο τ. [[πτωκάζω]] [[είναι]] εσφ.].
|mltxt=και [[πτωκάζω]] Α<br />[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[πτώσσω]] «[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος [[κατά]] το [[ἀλυσκάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλύσκω]]) πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>πτώσκω</i>. Ο τ. [[πτωκάζω]] [[είναι]] εσφ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτωσκάζω:''' ποιητ. αντί [[πτώσσω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}