Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρωπός: Difference between revisions

From LSJ
1,379 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ὤψ]].
|btext=ός, όν :<br />d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ὤψ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πυρωπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, όμοιος με [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρωπό</i><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών γρανατών και του οποίου η [[διαφανής]] [[μορφή]] αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή [[ρουμπίνι]] του Ακρωτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυρωπόν</i><br />[[είδος]] ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) με πυρώδες [[βλέμμα]] («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> «[[φωτιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρρεν</i>-<i>ωπός</i>, <i>γοργ</i>-<i>ωπός</i>)].
}}
}}