Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρωπός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρωπός''': -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, [[ὅμοιος]] πυρί, [[πυρώδης]], κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· [[ἥλιος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. [[κέλευθος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· [[ῥόδον]] τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. [[αὐτόθι]] 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, [[εἶδος]] ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2.
|lstext='''πῠρωπός''': -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, [[ὅμοιος]] πυρί, [[πυρώδης]], κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· [[ἥλιος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. [[κέλευθος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· [[ῥόδον]] τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. [[αὐτόθι]] 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, [[εἶδος]] ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ὤψ]].
}}
}}