Anonymous

πωγωνιάτης: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πωγωνιάτης''': [ᾱ], -ου, Ἰων. -ήτης, ὁ, = [[πωγωνίτης]], Σουΐδ., Ἐτυμ. Μέγ.
|lstext='''πωγωνιάτης''': [ᾱ], -ου, Ἰων. -ήτης, ὁ, = [[πωγωνίτης]], Σουΐδ., Ἐτυμ. Μέγ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που έχει γένια, [[γενειοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]] «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λειμων</i>-<i>ιάτης</i>)].
}}
}}