Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαιβός: Difference between revisions

From LSJ
1,149 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> tortu, <i>particul.</i> cagneux;<br /><b>2</b> tortueux, recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> tortu, <i>particul.</i> cagneux;<br /><b>2</b> tortueux, recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό/ [[ῥαιβός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καμπύλος]], [[κυρτός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για πρόσ.) αυτός που [[είναι]] [[ραιβόπους]], που πάσχει από [[ραιβοποδία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για [[άρθρωση]] ή [[μέλος]]) αυτός που παρουσιάζει [[στροφή]] [[προς]] τη [[μέση]] [[γραμμή]] του σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wrai</i>-<i>g</i><sup>w</sup>- και συνδέεται με το γοτθ. <i>wraigs</i> «[[κυρτός]]» και τα: [[ῥοικός]], <i>ῥυβόν</i>. Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι το επίθ. εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- που παρατηρείται σε [[πολλά]] επίθ. δηλωτικά ασθενείας (<b>πρβλ.</b> [[λαιός]], <i>σκαίος</i>, [[φαύλος]], [[κλαμβός]])].
}}
}}