Anonymous

ῥαβδίζω: Difference between revisions

From LSJ
35
(strοng)
(35)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ῥάβδος]]; to [[strike]] [[with]] a [[stick]], i.e. bastinado: [[beat]] ([[with]] rods).
|strgr=from [[ῥάβδος]]; to [[strike]] [[with]] a [[stick]], i.e. bastinado: [[beat]] ([[with]] rods).
}}
{{grml
|mltxt=[[ῥαβδίζω]] ΝΜΑ [[ῥάβδος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με ράβδο, [[δέρνω]] με το [[ραβδί]], [[ξυλοκοπώ]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με δέντρα) [[ρίχνω]] [[κάτω]] τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη [[ραβδιστήρα]] («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σιτηρά]]) [[αποχωρίζω]] τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με [[ραβδί]].
}}
}}