Anonymous

ῥαβδίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(35)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥαβδίζω]] ΝΜΑ [[ῥάβδος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με ράβδο, [[δέρνω]] με το [[ραβδί]], [[ξυλοκοπώ]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με δέντρα) [[ρίχνω]] [[κάτω]] τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη [[ραβδιστήρα]] («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σιτηρά]]) [[αποχωρίζω]] τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με [[ραβδί]].
|mltxt=[[ῥαβδίζω]] ΝΜΑ [[ῥάβδος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με ράβδο, [[δέρνω]] με το [[ραβδί]], [[ξυλοκοπώ]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με δέντρα) [[ρίχνω]] [[κάτω]] τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη [[ραβδιστήρα]] («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σιτηρά]]) [[αποχωρίζω]] τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με [[ραβδί]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαβδίζω:''' бить палкой или розгой, сечь (τινά Arph.; τρὶς ῥαβδισθῆναι NT).
}}
}}