Anonymous

ῥᾳστώνη: Difference between revisions

From LSJ
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> facilité ; aisance, bonne grâce, bon vouloir ; τινός, pour qqn;<br /><b>2</b> existence facile, vie douce et heureuse;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> mollesse, indolence, inertie.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾷστος]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> facilité ; aisance, bonne grâce, bon vouloir ; τινός, pour qqn;<br /><b>2</b> existence facile, vie douce et heureuse;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> mollesse, indolence, inertie.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾷστος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, / [[ῥᾳστώνη]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥῃστώνη]] Α<br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]], [[αδράνεια]] (α. «[[πρέπει]] να βάλετε τα [[δυνατά]] σας, [[γιατί]] πέρασε η [[περίοδος]] της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν [[ῥᾳστώνη]] καὶ [[ῥαθυμία]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ραθυμία]], [[μαλθακότητα]], [[αποχαύνωση]] (α. «[[ῥᾳστώνη]]<br />[[ἀνάπαυσις]]<br />[[τέρψις]]<br />[[τρυφή]]<br />[[εὐκολία]]<br />[[ῥαθυμία]]<br />[[ἡδυπάθεια]]<br />[[χαυνότης]]<br />[[ἀργία]]», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πραότητα]], [[ηπιότητα]] (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «χάριτι καὶ [[ῥᾳστώνῃ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανακούφιση]] του ασθενούς, [[χαλάρωση]] τών πόνων («δυσεντεριώδεα [[μετὰ]] πόνου, τῶν δὲ ἄλλων [[ῥᾳστώνη]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[ανάπαυση]], [[ελεύθερος]] [[χρόνος]] («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥᾷστος]] / [[ῥήιστος]] με δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>: [[χέλυς]])].
}}
}}