Anonymous

ῥᾳστώνη: Difference between revisions

From LSJ
6
(36)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, / [[ῥᾳστώνη]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥῃστώνη]] Α<br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]], [[αδράνεια]] (α. «[[πρέπει]] να βάλετε τα [[δυνατά]] σας, [[γιατί]] πέρασε η [[περίοδος]] της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν [[ῥᾳστώνη]] καὶ [[ῥαθυμία]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ραθυμία]], [[μαλθακότητα]], [[αποχαύνωση]] (α. «[[ῥᾳστώνη]]<br />[[ἀνάπαυσις]]<br />[[τέρψις]]<br />[[τρυφή]]<br />[[εὐκολία]]<br />[[ῥαθυμία]]<br />[[ἡδυπάθεια]]<br />[[χαυνότης]]<br />[[ἀργία]]», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πραότητα]], [[ηπιότητα]] (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «χάριτι καὶ [[ῥᾳστώνῃ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανακούφιση]] του ασθενούς, [[χαλάρωση]] τών πόνων («δυσεντεριώδεα [[μετὰ]] πόνου, τῶν δὲ ἄλλων [[ῥᾳστώνη]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[ανάπαυση]], [[ελεύθερος]] [[χρόνος]] («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥᾷστος]] / [[ῥήιστος]] με δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>: [[χέλυς]])].
|mltxt=η, / [[ῥᾳστώνη]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ῥῃστώνη]] Α<br /><b>1.</b> [[νωθρότητα]], [[νωχέλεια]], [[αδράνεια]] (α. «[[πρέπει]] να βάλετε τα [[δυνατά]] σας, [[γιατί]] πέρασε η [[περίοδος]] της ραστώνης» β. «ἡ καθ' ἡμέραν [[ῥᾳστώνη]] καὶ [[ῥαθυμία]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ραθυμία]], [[μαλθακότητα]], [[αποχαύνωση]] (α. «[[ῥᾳστώνη]]<br />[[ἀνάπαυσις]]<br />[[τέρψις]]<br />[[τρυφή]]<br />[[εὐκολία]]<br />[[ῥαθυμία]]<br />[[ἡδυπάθεια]]<br />[[χαυνότης]]<br />[[ἀργία]]», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἄν ἀφαιρεθείη τῆς ῥᾳστώνης τὸ τερπνόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] («τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆς πόλεως ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆς παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πραότητα]], [[ηπιότητα]] (α. «ἐκ ῥηστώνης τῆς Δημοκήδεος», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «χάριτι καὶ [[ῥᾳστώνῃ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανακούφιση]] του ασθενούς, [[χαλάρωση]] τών πόνων («δυσεντεριώδεα [[μετὰ]] πόνου, τῶν δὲ ἄλλων [[ῥᾳστώνη]]», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[ανάπαυση]], [[ελεύθερος]] [[χρόνος]] («ἐν ἀπεριστάτοις ῥᾳστώναις σφάλλεσθαι», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥᾷστος]] / [[ῥήιστος]] με δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>: [[χέλυς]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾳστώνη:''' Ιων. [[ῥῃστώνη]], ἡ ([[ῥᾷστος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευχέρεια]] ή [[ευκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.· [[ῥᾳστώνη]] ή [[μετὰ]] ῥᾳστώνης, με [[ευκολία]], εύκολα, με [[ελαφρότητα]], με [[ευχέρεια]], στον ίδ.· <i>ῥᾳστώνην φυγῆς παρέχειν</i>, [[παρέχω]] εύκολο τρόπο διαφυγής, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πραότητα]], ήρεμη [[φύση]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], [[ηπιότητα]], Λατ. [[facilitas]]· <i>τινός</i>, σε ή προς κάποιον, <i>ἐκ ῥῃστώνης τῆς Δημοκήδεος</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ανακούφιση]] ή [[ανάρρωση]] από [[ασθένεια]] ή πόνο· [[ῥᾳστώνη]] τῆς πόσεως, [[ανάνηψη]] από τις συνέπειες της οινοποσίας, της μέθης, σε Πλάτ.· απόλ., [[ανάπαυση]], [[ανάπαυλα]], [[χουζούρι]], [[ξεκούραση]], [[ησυχία]], στον ίδ.· <i>διὰ ῥᾳστώνην</i>, [[χάριν]] ανάπαυσης, ξεκούρασης, με σκοπό την [[ανάπαυλα]], σε Ξεν.· επίσης, [[ανάπαυση]] με [[πολυτέλεια]], [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[οκνηρία]], [[αδιαφορία]], [[αμέλεια]], σε Θουκ., Δημ.
}}
}}