Anonymous

ῥιξικάζεται: Difference between revisions

From LSJ
36
(11)
 
(36)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=r(icika/zetai
|Beta Code=r(icika/zetai
|Definition=<b class="b3">ῥικάζεται, στροβεῖται</b>, Hsch.
|Definition=<b class="b3">ῥικάζεται, στροβεῖται</b>, Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ῥικάζεται]], στροβεῑται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει τη [[μορφή]] ενός εκφραστικού τ. [[αντί]] του [[ῥικάζεται]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥικ</i>-<i>νός</i>), ενώ δεν αποκλείεται η [[περίπτωση]] να [[είναι]] εσφ.].
}}
}}