Anonymous

ῥυπτικός: Difference between revisions

From LSJ
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]].
|btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη [[κόνις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρτικός]] («ῥυπτικὸν [[φάρμακον]]» — το καθάρσιο, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο ρηματ. επίθ. <i>ῥυπτός</i> του [[ῥύπτω]], που απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρ</i>-<i>ρυπτος</i>)].
}}
}}