3,277,206
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἁρμόδιος]] πρὸς κάθαρσιν ἀπὸ ῥύπου, ἀπὸ ἀκαθαρσίας, ῥυπτικωτάτη [[κόνις]] Πλούτ. 2. 697Α· [[μετὰ]] γεν., ῥ. τοῦ φάρυγγος, ὁ καθαρίζων τὸν φάρυγγα, Ἀριστ. Προβλ. 11. 39, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 65D· ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμένου, ῥ. ξηρότητος, [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] ἀποκαθάρῃ αὐτήν, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 1. 2) [[καθαρτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 17, 1. | |lstext='''ῥυπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἁρμόδιος]] πρὸς κάθαρσιν ἀπὸ ῥύπου, ἀπὸ ἀκαθαρσίας, ῥυπτικωτάτη [[κόνις]] Πλούτ. 2. 697Α· [[μετὰ]] γεν., ῥ. τοῦ φάρυγγος, ὁ καθαρίζων τὸν φάρυγγα, Ἀριστ. Προβλ. 11. 39, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 65D· ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμένου, ῥ. ξηρότητος, [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] ἀποκαθάρῃ αὐτήν, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 1. 2) [[καθαρτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 17, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]]. | |||
}} | }} |