Anonymous

σαβάκτης: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_19)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰβάκτης''': -ου, ὁ, (σαβάζω) ὁ συντρίβων, καταστρέφων, ἐπὶ κακοποιοῦ τινος δαιμονίου [[ὅπερ]] κατέθραυε σκεύη, Ὁμ. Ἐπ. 14. 9· θηλ. σαβακτίδες. «ὀστράκινα ζῴδια» Ἡσύχ.
|lstext='''σᾰβάκτης''': -ου, ὁ, (σαβάζω) ὁ συντρίβων, καταστρέφων, ἐπὶ κακοποιοῦ τινος δαιμονίου [[ὅπερ]] κατέθραυε σκεύη, Ὁμ. Ἐπ. 14. 9· θηλ. σαβακτίδες. «ὀστράκινα ζῴδια» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[[σαβάζω]] (ΙΙ)]<br />(για έναν [[κακό]] δαίμονα που συνέτριβε τα σκεύη) [[καταστροφέας]].
}}
}}