Anonymous

σαβάζω: Difference between revisions

From LSJ
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=briser.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=briser.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και σαββάζω Α [[Σαβάζιος]]<br />[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου, στα [[Σαβάζια]] μυστήρια.———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαβάξας<br />διασκεδάσας, διασαλεύσας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. [[σαβακός]].
}}
}}