σαβάζω

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰβάζω Medium diacritics: σαβάζω Low diacritics: σαβάζω Capitals: ΣΑΒΑΖΩ
Transliteration A: sabázō Transliteration B: sabazō Transliteration C: savazo Beta Code: saba/zw

English (LSJ)

shake violently, scatter, in aor. part. σαβάξας, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 856] zerbrechen, zertrümmern, Hesych. Vgl. σαβάκτης. das Fest des Sabazios od. Bacchus begehen, übh. sich bacchantisch gebehrden, VLL.

French (Bailly abrégé)

briser.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

(I)
και σαββάζω Α Σαβάζιος
συμμετέχω στην εορτή του Σαβαζίου, στα Σαβάζια μυστήρια.
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σαβάξας
διασκεδάσας, διασαλεύσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. σαβακός.