Anonymous

σαρμός: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_15)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρμός''': ὁ, κατὰ τὸν Ἡσύχ., σωρὸς χώματος ἢ ἄμμου, κτλ.· [[ὅθεν]] σαρμεύω ἐν Ἡρακλεωτ. Πίν. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 136) ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον: [[ἀνασκάπτω]] ἄμμον.
|lstext='''σαρμός''': ὁ, κατὰ τὸν Ἡσύχ., σωρὸς χώματος ἢ ἄμμου, κτλ.· [[ὅθεν]] σαρμεύω ἐν Ἡρακλεωτ. Πίν. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 136) ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον: [[ἀνασκάπτω]] ἄμμον.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σαίρω]] (ΙΙ)]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σωρὸς γῆς καὶ [[κάλλυσμα]], ἄλλοι ψάμον, ἄλλοι [[χόρτον]]».
}}
}}