3,270,791
edits
(SL_2) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ςᾰφής</b> <br /> <b>1</b> [[clear]] τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς [[οὐχ]] ἕπεται [[τέκμαρ]] (N. 11.43) λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ pr. (I. 1.22) τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον [[ἔμμεν]] (I. 6.20) n. s. pro adv., ὡς μὰν σαφὲς [[οὐκ]] ἂν [[εἰδείην]] λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν (O. 13.45) τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές (O. 13.103) ἔμαθε δὲ σαφές (P. 2.25) “[[θαέομαι]] σαφὲς” (P. 8.45) [[ἴστω]] γὰρ σαφὲς (I. 7.27) ]σαφες ευ[ (Pae. 8.94) | |sltr=<b>ςᾰφής</b> <br /> <b>1</b> [[clear]] τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς [[οὐχ]] ἕπεται [[τέκμαρ]] (N. 11.43) λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ pr. (I. 1.22) τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον [[ἔμμεν]] (I. 6.20) n. s. pro adv., ὡς μὰν σαφὲς [[οὐκ]] ἂν [[εἰδείην]] λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν (O. 13.45) τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές (O. 13.103) ἔμαθε δὲ σαφές (P. 2.25) “[[θαέομαι]] σαφὲς” (P. 8.45) [[ἴστω]] γὰρ σαφὲς (I. 7.27) ]σαφες ευ[ (Pae. 8.94) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για λόγο ή [[νόημα]]) [[ευκρινής]], [[εναργής]], [[καθαρός]], εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν [[καθόλου]] [[σαφής]]» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σοφόν το σαφές» — η [[σαφήνεια]] του λόγου και τών νοημάτων [[είναι]] [[γνώρισμα]] τών σοφών ανθρώπων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σαφές</i><br />η [[σαφήνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[γίνομαι]] [[σαφής]]» — [[αποσαφηνίζω]], [[καθιστώ]] σαφή την άποψή μου, [[διευκρινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ολοφάνερος]] («λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετά», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μάντη ή προφήτη) [[βέβαιος]], [[ασφαλής]], αυτός που δεν πλανάται («ποῡ σὺ [[μάντις]] εἶ [[σαφής]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακριβής]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σαφές</i><br />η φανερή [[αλήθεια]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «σαφές ἐστι» — [[είναι]] φανερό<br />β) «[[λέγω]] τι σαφές» — λέω [[κάτι]] φανερό<br />γ) «σαφὲς καθίστημί τι» — [[διευκρινίζω]], [[ξεκαθαρίζω]] [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σαφώς]] / <i>σαφῶς</i>, ΝΑ, και ιων. και δωρ. τ. [[σαφέως]] Α<br /><b>1.</b> (με λεκτικά και γνωστικά ρήματα, [[καθώς]] και με όσα σημαίνουν [[αντιλαμβάνομαι]] ή [[ακούω]]) [[καθαρά]], ολοφάνερα, ευκρινώς, ευδιάκριτα (α. «εκφράστηκε [[σαφώς]]» β. «[[σαφέως]] φράσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε καταφατική [[απόκριση]]) βεβαίως, [[μάλιστα]], ναι (α. «του το είπες, [[έτσι]]; — [[σαφώς]]» β. «σαφῶς γε νὴ Δία, πάντες [[εἶπον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προδήλως, αναμφίβολα, [[οπωσδήποτε]] («κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους σαφῶς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σαφῶς φρόνει» — να είσαι [[βέβαιος]] γι' αυτό<br />β) «[[νομίζω]] σαφῶς ἀπολωλέναί με» — [[νομίζω]] ότι σίγουρα θα χαθώ, θα πάω [[χαμένος]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σάφα]]. | |||
}} | }} |