Anonymous

σαρκοτακής: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_7)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκοτᾰκής''': -ές, ([[τήκω]]) ὁ τὴν σάρκα τήκων, φθείρων, νοῦσοι Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 44.
|lstext='''σαρκοτᾰκής''': -ές, ([[τήκω]]) ὁ τὴν σάρκα τήκων, φθείρων, νοῦσοι Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 44.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />([[κυρίως]] για νόσο) αυτός που φθείρει τη [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τακής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τακ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>τάκ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[τήκω]] «[[λειώνω]], [[φθείρω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γυιο</i>-<i>τακής</i>].
}}
}}