σαρκοτακής

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοτᾰκής Medium diacritics: σαρκοτακής Low diacritics: σαρκοτακής Capitals: ΣΑΡΚΟΤΑΚΗΣ
Transliteration A: sarkotakḗs Transliteration B: sarkotakēs Transliteration C: sarkotakis Beta Code: sarkotakh/s

English (LSJ)

σαρκοτακές, (τήκω) wasting the flesh, νοῦσοι Procl.H.7.44.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοτᾰκής: -ές, (τήκω) ὁ τὴν σάρκα τήκων, φθείρων, νοῦσοι Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 44.

Greek Monolingual

-ές, Α
(κυρίως για νόσο) αυτός που φθείρει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τακής (< θ. τακ-, πρβλ. -τάκ-ην, παθ. αόρ. β' του τήκω «λειώνω, φθείρω»), πρβλ. γυιοτακής].