Anonymous

σηπεύω: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_1)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηπεύω''': ([[σήπω]]) [[ἐπιφέρω]], γεννῶ σῆψιν, Μανέθων 4. 269.
|lstext='''σηπεύω''': ([[σήπω]]) [[ἐπιφέρω]], γεννῶ σῆψιν, Μανέθων 4. 269.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[προκαλώ]] [[σήψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μτγν. τ. σχηματισμένο [[είτε]] από το ρ. [[σήπω]] / [[σήπομαι]] [[είτε]] από τον τ. [[σήπη]]].
}}
}}