σηπεύω

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηπεύω Medium diacritics: σηπεύω Low diacritics: σηπεύω Capitals: ΣΗΠΕΥΩ
Transliteration A: sēpeúō Transliteration B: sēpeuō Transliteration C: sipeyo Beta Code: shpeu/w

English (LSJ)

cause to putrefy, Man.4.269.

German (Pape)

[Seite 875] durch Fäulniß bewirkende Gifte vergeben, Maneth. 4, 269.

Greek (Liddell-Scott)

σηπεύω: (σήπω) ἐπιφέρω, γεννῶ σῆψιν, Μανέθων 4. 269.

Greek Monolingual

Α
προκαλώ σήψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. σχηματισμένο είτε από το ρ. σήπω / σήπομαι είτε από τον τ. σήπη].