Anonymous

σινίον: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />crible.<br />'''Étymologie:''' [[σίνος]].
|btext=ου (τό) :<br />crible.<br />'''Étymologie:''' [[σίνος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[σεννίον]], τὸ, ΜΑ<br />το [[κόσκινο]], η [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]]»].
}}
}}