Anonymous

σινίον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σινίον''': τό, [[λέξις]] μεταγενεστ. σημαίνουσα [[κόσκινον]]· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.
|lstext='''σινίον''': τό, [[λέξις]] μεταγενεστ. σημαίνουσα [[κόσκινον]]· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />crible.<br />'''Étymologie:''' [[σίνος]].
}}
}}