3,274,131
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> vase pour conserver le blé;<br /><b>2</b> silo ; <i>p. ext.</i> fosse, cave.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> vase pour conserver le blé;<br /><b>2</b> silo ; <i>p. ext.</i> fosse, cave.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α<br />[[κοιλότητα]] στο [[έδαφος]], ή μεγάλο [[δοχείο]] ή [[κτίσμα]] για την [[αποθήκευση]] καρπών και, [[ιδίως]], σιτηρών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[αεροστεγής]] κυλινδρική ή πρισματική [[αποθήκη]] για την [[αποθήκευση]] και [[συντήρηση]] σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη [[χρήση]] της, το [[είδος]] τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. [[σιλό]] (α. «[[σιρός]] σιτηρών» β. «[[σιρός]] χορτονομής» γ. «[[σιρός]] για ρίζες και βολβούς»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λακκούβα]], [[παγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |