Anonymous

σιρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιρός''': ὁ [[βόθρος]] ἢ [[δοχεῖον]] ἐν ᾧ τηρεῖται [[σῖτος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 824, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 28, Δημ. 100 ἐν τέλ. ΙΙ. [[βόθρος]], [[παγίς]], Λατ. sirus, Λόγγ. 1. 11, Ἡσύχ. [ῐ Ἀναξανδρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., Ἀνθ. Π. παράρτημ. 25· ἀλλ’ ἐν τῇ [[κοινῇ]] γλώσσῃ ῑ, Δράκων σ. 81, [[ὅθεν]] ὁ [[τύπος]] σειρός].
|lstext='''σιρός''': ὁ [[βόθρος]] ἢ [[δοχεῖον]] ἐν ᾧ τηρεῖται [[σῖτος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 824, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 28, Δημ. 100 ἐν τέλ. ΙΙ. [[βόθρος]], [[παγίς]], Λατ. sirus, Λόγγ. 1. 11, Ἡσύχ. [ῐ Ἀναξανδρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., Ἀνθ. Π. παράρτημ. 25· ἀλλ’ ἐν τῇ [[κοινῇ]] γλώσσῃ ῑ, Δράκων σ. 81, [[ὅθεν]] ὁ [[τύπος]] σειρός].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> vase pour conserver le blé;<br /><b>2</b> silo ; <i>p. ext.</i> fosse, cave.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym.
}}
}}