Anonymous

σίραιον: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vin cuit, vin doux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. difficile.
|btext=ου (τό) :<br />vin cuit, vin doux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. difficile.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />βρασμένος [[μούστος]] από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό [[πετιμέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[σιρός]] [[μάλλον]] δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. <i>σειρῶ</i> «[[στραγγίζω]], [[αποξηραίνω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[Σείριος]])].
}}
}}