3,277,719
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίραιον''': [ῐ], τό, ὁ [[νέος]] [[οἶνος]] βραζόμενος, [[μοῦστος]] βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· [[ὡσαύτως]], [[οἶνος]] σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ. | |lstext='''σίραιον''': [ῐ], τό, ὁ [[νέος]] [[οἶνος]] βραζόμενος, [[μοῦστος]] βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· [[ὡσαύτως]], [[οἶνος]] σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />vin cuit, vin doux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. difficile. | |||
}} | }} |