Anonymous

σιτεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_10)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτεύσιμος''': -η, -ον, = [[σιτευτός]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.
|lstext='''σῑτεύσιμος''': -η, -ον, = [[σιτευτός]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α [[σίτευσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτεύσιμον</i><br />[[πουλερικό]] παραγεμιστό.
}}
}}