σιτεύσιμος

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτεύσιμος Medium diacritics: σιτεύσιμος Low diacritics: σιτεύσιμος Capitals: ΣΙΤΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: siteúsimos Transliteration B: siteusimos Transliteration C: siteysimos Beta Code: siteu/simos

English (LSJ)

η, ον, of or for feeding: τὸ σ. a fowl stuffed for the table, Lemma to AP9.484 and 486.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτεύσιμος: -η, -ον, = σιτευτός, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α σίτευσις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον
πουλερικό παραγεμιστό.