Anonymous

σκάζω: Difference between revisions

From LSJ
6,538 bytes added ,  29 September 2017
37
(Autenrieth)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[part]]. du. σκάζοντε, [[mid]]. inf. σκάζεσθαι: [[limp]]. (Il.)
|auten=[[part]]. du. σκάζοντε, [[mid]]. inf. σκάζεσθαι: [[limp]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br />([[κυρίως]] στον ενεστ. και παρατ.) [[χωλαίνω]], [[κουτσαίνω]] («σκάζων [[μηρός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ σκάζον</i> και <i>τὰ σκάζοντα</i><br />[[κάθε]] [[μορφή]] ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ.<br />β. «[[εἰρήνη]] ἀτελὴς καὶ οἶον σκάζουσα», Αγαθ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ σκάζων</i><br />[[τρίμετρος]] [[κανονικός]] [[ιαμβικός]] [[στίχος]], με τον τελευταίο [[πόδα]] του σπονδείο ή τροχαίο, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Ιππώναξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σκάζω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>keng</i>- «[[κουτσαίνω]], [[λοξός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>khanjati</i> «[[κουτσαίνω]]», δαν. <i>shank</i> «[[κουτσός]]», γερμ. <i>hinken</i> «[[κουτσαίνω]]») και εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>-, ο [[οποίος]] [[είτε]] οφείλεται στον λαϊκό χαρακτήρα της λ. [[είτε]] προέρχεται από το φωνηεντικό -<i>n</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας (<i>skng</i>-<i>jω</i>). Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η [[ρίζα]] αυτή προέρχεται από έναν ονοματικό τ. της ΙΕ που δηλώνει κάποιο [[μέρος]] του ποδιού (<b>πρβλ.</b> νορβ. <i>skank</i> «[[μηρός]]», γερμ. <i>Schenkel</i> «[[μηρός]]», <i>Schinken</i> «[[χοιρομέρι]]», γαλλ. <i>hanche</i> «[[γοφός]]»)].———————— <b>(II)</b><br />και [[σκάω]] και [[σκάνω]] και σκω Ν<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] [[ράγισμα]] σε [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] να ραγίσει (α. «[[σκάζω]] τη [[φούσκα]]» β. «έσκασε τα σπυριά»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παθαίνω]] [[ρήγμα]], [[άνοιγμα]] (α. «έσκασε το [[λάστιχο]] του ποδηλάτου» β. «έσκασαν τα χείλια μου από το [[κρύο]] και τον αέρα» γ. «έσκασε ο [[τοίχος]]»)<br /><b>3.</b> διαρρηγνύομαι (α. «έσκασε [[δίπλα]] του μια [[οβίδα]]» β. «έσκασαν τα ρόδια)<br /><b>4.</b> [[αναφαίνομαι]], φανερώνομαι (α. «έσκασε το δοντάκι του παιδιού» β. «έσκασε ο [[ήλιος]]» γ. «έσκασαν τα μπουμπούκια της τριανταφυλλιάς»)<br /><b>5.</b> (για φυτά και δένδρα) αρχίζει η [[ανθοφορία]] μου, βρίσκομαι στην πρώτη [[άνθηση]], [[ανοίγω]] («η λωλή [[αμυγδαλιά]] [[πριν]] τον Μάρτην ήσκασε, ήσκασε κι απόσκασε και καρπόν δεν έκαμε», δημ. [[δίστιχο]])<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προξενώ]] [[μεγάλη]] [[στενοχώρια]], [[υπερένταση]] ή [[αγωνία]] σε κάποιον (α. «με την [[επιμονή]] του σκάει και γάϊδαρο» β. «μ' έσκασε αυτό το [[παιδί]] με το [[πείσμα]] του»)<br />β) έχω [[μεγάλη]] [[στενοχώρια]], βρίσκομαι σε [[υπερένταση]] ή [[αγωνία]] (α. «σκάσε [[καρδιά]] μου, πλάνταξε, γίνου [[χίλια]] κομμάτια», δημ. [[τραγούδι]]<br />θ. «έσκασε από το [[κακό]] του» γ. «[[πάει]] να σκάσει από τη [[ζήλεια]] της» δ. «μη σκάνεις και όλα θα διορθωθούν» ε. «έσκασε το [[παιδί]] από το [[κλάμα]]» — στ. «[[κοντεύω]] να σκάσω από τη [[ζέστη]]»)<br /><b>7.</b> [[χτυπώ]] ισχυρά και ηχηρά (α. «του 'σκασε ένα [[χαστούκι]]» β. «θα σού σκάσω έναν μπάτσο»)<br /><b>8.</b> (το β' πρόσ. της προστ. αορ. ως βάναυση [[προσταγή]]) <i>σκάσε</i> και <i>σκάστε</i><br />μη μιλάς, μη μιλάτε, βούλωσ' το, βουλώστε το<br /><b>9.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>σκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />κακομαθημένος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «έσκασε στα γέλια» — ξέσπασε σε ακράτητα γέλια, γέλασε [[κατά]] κόρον<br />β) «της έσκασε ένα [[φιλί]]» — τή φίλησε<br />γ) «έσκασε [[κανόνι]]» — δεν πλήρωσε<br />δ) «το έσκασε από το [[σχολείο]] [ή από το [[σπίτι]] ή από τη [[φυλακή]]]» — έφυγε [[κρυφά]], δραπέτευσε<br />ε) «του σκασε ένα [[χιλιάρικο]] γι' αυτήν τη δουλειά» — του πλήρωσε<br />στ) «του σκασε το [[μυστικό]]» — του φανέρωσε το [[μυστικό]]<br />ζ) «[[σκάζω]] από το [πολύ] [[φαγητό]]» — [[τρώγω]] [[κατά]] κόρον<br />η) «να σκάσεις και να πλαντάξεις» — λέγεται ως [[ένδειξη]] αδιαφορίας και περιφρόνησης ή ως [[κατάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σχάζω]] «[[σχίζω]], [[ανοίγω]] οπή». Για την [[τροπή]] του -<i>χ</i>- σε -<i>κ</i>- <b>πρβλ.</b> [[μασχάλη]]: [[μασκάλη]], [[σχίζω]]: [[σκίζω]]. Ο τ. [[σκάνω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>έσχασα</i> του [[σχάζω]] [[κατά]] το [[σχήμα]]: <i>αμάρτησα</i>: <i>αμαρτάνω</i>, <i>έφτασα</i>: [[φτάνω]]].
}}
}}