Anonymous

σκάριφος: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />stylet pour écrire <i>ou</i> dessiner.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> scribo !.
|btext=ου (ὁ) :<br />stylet pour écrire <i>ou</i> dessiner.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> scribo !.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και [[σκάριφον]] Α<br />[[πρόχειρο]] [[σχέδιο]], [[ιχνογράφημα]], [[σκαρίφημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκαριφητήρας]], [[ξαριστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχέδιο]] για ένα [[κτήριο]]<br /><b>2.</b> [[κοντύλι]] ή αιχμηρό όργανο για την [[εγχάραξη]] σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και [[κυρίως]] [[πάνω]] στην άμμο ή σε κηρωμένη [[σανίδα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξέσις]], [[γραφή]], [[μίμησις]] ἀκριβὴς τύπου»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ [[κάρφος]] καὶ [[φρύγανον]], μᾱλλον δὲ ἡ [[γραφίς]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>σκαριφῶμαι</i>].
}}
}}