Anonymous

σκάριφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάρῑφος''': ὁ, [[κυρίως]] ταὐτὸν τῷ [[κάρφος]], πρβλ. [[σκαρφίον]]· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει, 1) μολυβδοκόνδυλον ἢ γραφίδα, [[κονδύλιον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1545 (1497), Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] σκάριφον, Ἐτυμολ. Μέγ. 273. 34. 2) σχέδιον, ἰχνογράφημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «[[ξέσις]], γραφή, [[μίμησις]] ἀκριβὴς τόπου» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] σκάριφον, τό, Εὐσταθ. Πονημάτ. 326. 61.
|lstext='''σκάρῑφος''': ὁ, [[κυρίως]] ταὐτὸν τῷ [[κάρφος]], πρβλ. [[σκαρφίον]]· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει, 1) μολυβδοκόνδυλον ἢ γραφίδα, [[κονδύλιον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1545 (1497), Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] σκάριφον, Ἐτυμολ. Μέγ. 273. 34. 2) σχέδιον, ἰχνογράφημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «[[ξέσις]], γραφή, [[μίμησις]] ἀκριβὴς τόπου» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] σκάριφον, τό, Εὐσταθ. Πονημάτ. 326. 61.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />stylet pour écrire <i>ou</i> dessiner.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> scribo !.
}}
}}