Anonymous

σκελετώδης: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à un squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />semblable à un squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΑ [[σκελετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[αδύνατος]], όμοιος με [[σκελετό]], [[σκελετωμένος]], [[κάτισχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο [[πτώμα]], με [[μούμια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκελετωδώς</i> Ν<br />με σκελετώδη τρόπο.
}}
}}