Anonymous

σκελετώδης: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΑ [[σκελετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[αδύνατος]], όμοιος με [[σκελετό]], [[σκελετωμένος]], [[κάτισχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο [[πτώμα]], με [[μούμια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκελετωδώς</i> Ν<br />με σκελετώδη τρόπο.
|mltxt=-ες, ΝΑ [[σκελετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[αδύνατος]], όμοιος με [[σκελετό]], [[σκελετωμένος]], [[κάτισχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο [[πτώμα]], με [[μούμια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκελετωδώς</i> Ν<br />με σκελετώδη τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκελετώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[μούμια]], [[σκελετωμένος]], σε Λουκ.
}}
}}