Anonymous

σκεδαστός: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_11)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεδαστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ διασκορπίσῃ [[οὐσία]] σκ., ὕλη [[εὐδιάλυτος]], materia mutabilis Κικέρ., Πλάτ. Τίμ. 37Α, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''σκεδαστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ διασκορπίσῃ [[οὐσία]] σκ., ὕλη [[εὐδιάλυτος]], materia mutabilis Κικέρ., Πλάτ. Τίμ. 37Α, Πλούτ., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεδαστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο [[επιδεκτικός]] σκέδασης («[[ὅταν]] οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ [[ὅταν]] ἀμέριστον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεδασ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> του [[σκεδάννυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαυμασ</i>-<i>τός</i>)].
}}
}}