Anonymous

σκεδαστός: Difference between revisions

From LSJ
4
(37)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεδαστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο [[επιδεκτικός]] σκέδασης («[[ὅταν]] οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ [[ὅταν]] ἀμέριστον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεδασ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> του [[σκεδάννυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαυμασ</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεδαστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο [[επιδεκτικός]] σκέδασης («[[ὅταν]] οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ [[ὅταν]] ἀμέριστον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεδασ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> του [[σκεδάννυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαυμασ</i>-<i>τός</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''σκεδαστός:''' [adj. verb. к [[σκεδάννυμι]] рассеивающийся, разлагающийся (ἡ [[οὐσία]] Plat.; ἡ [[ὕλη]] Plut.).
}}
}}