Anonymous

σκηρίπτω: Difference between revisions

From LSJ
37
(Autenrieth)
(37)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[mid]]. inf. -[[εσθαι]], [[part]]. -όμενος: [[lean]] [[upon]], ‘[[push]] [[against]],’ Od. 11.595.
|auten=[[mid]]. inf. -[[εσθαι]], [[part]]. -όμενος: [[lean]] [[upon]], ‘[[push]] [[against]],’ Od. 11.595.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[στυλώνω]]<br /><b>2.</b> [[μπήγω]], [[φυτεύω]] [[στέρεα]] («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σκηρίπτομαι</i><br />υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» — στηριζόμενος ωθεί με χέρια και πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σκηρίπτομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στηρίπτομαι</i> ή <i>στηρίξασθαι</i> με ευφωνική [[ανομοίωση]]) έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από το ρ. <i>σκήπτομαι</i> και τον αόρ. <i>στηρίξασθαι</i> του [[στηρίζω]]].
}}
}}