Anonymous

σκηρίπτω: Difference between revisions

From LSJ
Autenrieth
(6_22)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκηρίπτω''': ὡς τὸ [[σκήπτω]], [[στηρίζω]], ἐμπήγω, [[φυτεύω]] στερεῶς, χηλὰς ἐνὶ γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 667. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ μέσ., δὸς δὲ μοι [[[ῥόπαλον]]], ... σκηρίπτεσθ’ νὰ στηριχθῶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ρ. 196· σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, στηριζόμενος, ὠθῶν μὲ χεῖρας καὶ πόδας, Λ. 595· οὕτω, [[φρίκη]] ἐν ῥέθει σκ. Νικ. Θηρ. 721· ἐπί τινος Φίλων 2. 274· βακτηρίᾳ [[αὐτόθι]] 317· ἀπολ., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται, ὑποστηριζόμενον, ὑποδαυλιζόμενον, [[αὐτόθι]] 512, πρβλ. 1. 352, Ἡσύχ.
|lstext='''σκηρίπτω''': ὡς τὸ [[σκήπτω]], [[στηρίζω]], ἐμπήγω, [[φυτεύω]] στερεῶς, χηλὰς ἐνὶ γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 667. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ μέσ., δὸς δὲ μοι [[[ῥόπαλον]]], ... σκηρίπτεσθ’ νὰ στηριχθῶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ρ. 196· σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, στηριζόμενος, ὠθῶν μὲ χεῖρας καὶ πόδας, Λ. 595· οὕτω, [[φρίκη]] ἐν ῥέθει σκ. Νικ. Θηρ. 721· ἐπί τινος Φίλων 2. 274· βακτηρίᾳ [[αὐτόθι]] 317· ἀπολ., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται, ὑποστηριζόμενον, ὑποδαυλιζόμενον, [[αὐτόθι]] 512, πρβλ. 1. 352, Ἡσύχ.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[mid]]. inf. -[[εσθαι]], [[part]]. -όμενος: [[lean]] [[upon]], ‘[[push]] [[against]],’ Od. 11.595.
}}
}}