Anonymous

σκίασμα: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ombre projetée.<br />'''Étymologie:''' [[σκιάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ombre projetée.<br />'''Étymologie:''' [[σκιάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σκιάζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκιάζω]] (Ι)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που κάνει [[σκιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκιαγράφημα]], [[σκαρίφημα]], [[σκίτσο]]<br /><b>2.</b> <b>(ζωγρ.)</b> [[απόδοση]] τών εναλλαγών φωτός και [[σκιάς]], ώστε το εικονιζόμενο [[αντικείμενο]] να παρασταθεί ανάγλυφα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προστασία]], [[προφύλαξη]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάκλαση]] εικόνας στο [[νερό]].
}}
}}