Anonymous

σκίασμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκίασμα''': τό, ([[σκιάζω]]) σκιὰ ἐπιρριπτομένη, [[πρᾶγμα]] ἐπιρριπτόμενον πρὸς σκιάν, πᾶν ὅ,τι σκιάζει, τῆς γῆς, ἐπὶ ἐκλείψεων, Διόδ. 2. 31, Πλούτ. 2. 891F· εἰκὼν ἀντανακλωμένη ἐν τῷ ὕδατι, Καλλίστρ. σ. 896, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[προκάλυμμα]], [[σκέπη]], = [[σκιάδειον]], Εὐστ. Πονημάτ. 284. 36.
|lstext='''σκίασμα''': τό, ([[σκιάζω]]) σκιὰ ἐπιρριπτομένη, [[πρᾶγμα]] ἐπιρριπτόμενον πρὸς σκιάν, πᾶν ὅ,τι σκιάζει, τῆς γῆς, ἐπὶ ἐκλείψεων, Διόδ. 2. 31, Πλούτ. 2. 891F· εἰκὼν ἀντανακλωμένη ἐν τῷ ὕδατι, Καλλίστρ. σ. 896, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[προκάλυμμα]], [[σκέπη]], = [[σκιάδειον]], Εὐστ. Πονημάτ. 284. 36.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ombre projetée.<br />'''Étymologie:''' [[σκιάζω]].
}}
}}