Anonymous

σκιαμαχία: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />combat contre une ombre, combat chimérique.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαμαχέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />combat contre une ombre, combat chimérique.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαμαχέω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σκιομαχία]] Α [[σκιαμαχῶ]]<br />το να μάχεται [[κανείς]] με [[κάτι]] το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως [[είναι]] η [[σκιά]], [[μάταιος]], [[άσκοπος]] [[αγώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Σκιαμαχία</i><br />[[τίτλος]] σάτιρας του Ουάρρωνος<br /><b>2.</b> το να μάχεται [[κανείς]] στη [[σκιά]] ή να ασκείται για [[μάχη]] [[κάτω]] από [[σκιά]]<br /><b>3.</b> (ειδικά) [[είδος]] άσκησης για την εγκύμναση τών χεριών και τών ποδιών.
}}
}}