Anonymous

σκιαμαχία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱμᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι ὑπὸ σκιάν, δηλ. τὸ γυμνάζεσθαι ἐν τῷ σχολείῳ, Λατ. umbratilis exercilatio· ἰδίως, γυμνάζομαι τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, οὐχὶ πολὺ διάφορον τοῦ [[χειρονομία]], πρβλ. Παυσ. 6. 10, 3. ΙΙ. τὸ μάχεσθαι πρὸς σκιάν, [[ψευδὴς]] [[μάχη]], Πλούτ. 2. 130Ε, Εὐστ. 663. 16. ― σκιομαχία [[εἶναι]] μεταγεν. [[τύπος]], Γαλην.
|lstext='''σκιᾱμᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι ὑπὸ σκιάν, δηλ. τὸ γυμνάζεσθαι ἐν τῷ σχολείῳ, Λατ. umbratilis exercilatio· ἰδίως, γυμνάζομαι τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, οὐχὶ πολὺ διάφορον τοῦ [[χειρονομία]], πρβλ. Παυσ. 6. 10, 3. ΙΙ. τὸ μάχεσθαι πρὸς σκιάν, [[ψευδὴς]] [[μάχη]], Πλούτ. 2. 130Ε, Εὐστ. 663. 16. ― σκιομαχία [[εἶναι]] μεταγεν. [[τύπος]], Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />combat contre une ombre, combat chimérique.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαμαχέω]].
}}
}}