Anonymous

σκέμμα: Difference between revisions

From LSJ
1,094 bytes added ,  29 September 2017
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />examen, réflexion.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />examen, réflexion.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σχέδιο]], [[τέχνασμα]] («[[συμμέτοχος]] τοῡ σκέμματος», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλεκτάνη]], [[επιβουλή]], [[ενέδρα]] («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... [[σκέμμα]] ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[διανόημα]], [[συλλογισμός]] («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῡτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεπ</i>- του [[σκέπτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
}}
}}