3,273,762
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκέμμα''': τό, ([[σκέπτομαι]]) [[ὑπόθεσις]] πρὸς σκέψιν, [[πρᾶγμα]] ἄξιον σκέψεως, [[ζήτημα]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 435C, 445Α. ΙΙ. [[σκέψις]], [[θεωρία]], ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 48C· τὸ σκ. περὶ δυοῖν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· «[[διάνοια]]» Ἡσύχ. | |lstext='''σκέμμα''': τό, ([[σκέπτομαι]]) [[ὑπόθεσις]] πρὸς σκέψιν, [[πρᾶγμα]] ἄξιον σκέψεως, [[ζήτημα]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 435C, 445Α. ΙΙ. [[σκέψις]], [[θεωρία]], ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 48C· τὸ σκ. περὶ δυοῖν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· «[[διάνοια]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />examen, réflexion.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]]. | |||
}} | }} |