3,277,819
edits
(6_11) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκληρυντικός''': -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ. | |lstext='''σκληρυντικός''': -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκληρυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκληρύνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σκλήρυνση]] και, [[κυρίως]], αυτός που συντελεί στη [[σκλήρυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ιστού που υπέστη [[σκλήρυνση]] ως [[συνέπεια]] παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων. | |||
}} | }} |