Anonymous

σκληρυντικός: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_11)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρυντικός''': -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ.
|lstext='''σκληρυντικός''': -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκληρυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκληρύνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σκλήρυνση]] και, [[κυρίως]], αυτός που συντελεί στη [[σκλήρυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ιστού που υπέστη [[σκλήρυνση]] ως [[συνέπεια]] παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων.
}}
}}