σκληρυντικός
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
σκληρυντική, σκληρυντικόν, hardening, Dsc.1.39, Gal.11.710.
German (Pape)
[Seite 901] hart machend, verhärtend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρυντικός: -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκληρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ σκληρύνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων.