3,273,404
edits
(SL_2) |
(37) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σκόπελος]] <br /> <b>1</b> [[rock]] [[ἤτοι]] καὶ ἐγὼ ς[κόπ]ελον ναίων διαγινώσκομαι (a [[chorus]] of Keans speaks) Πα. . 21. ]ιόν τε [[σκόπελον]] γείτονα πρύτανιν Δ. 3. 1. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν [[σκόπελον]] fr. 196. | |sltr=[[σκόπελος]] <br /> <b>1</b> [[rock]] [[ἤτοι]] καὶ ἐγὼ ς[κόπ]ελον ναίων διαγινώσκομαι (a [[chorus]] of Keans speaks) Πα. . 21. ]ιόν τε [[σκόπελον]] γείτονα πρύτανιν Δ. 3. 1. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν [[σκόπελον]] fr. 196. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ψηλός]] απομονωμένος [[βράχος]] [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], [[ιδίως]] [[βράχος]] που εξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[είναι]] [[επικίνδυνος]] για τη [[ναυσιπλοΐα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> σοβαρό ή και ανυπέρβλητο [[εμπόδιο]] (α. «η [[κυβέρνηση]] κατόρθωσε να παρακάμψει τον σκόπελο της γραφειοκρατίας» β. «τὸ τῆς ἀσεβείας κῡμα προσέκρουσεν τῷ σκοπέλῳ τῆς καθαιρέσεως», Νεστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κοραλλιογενής]] [[σκόπελος]]»<br /><b>γεωλ.</b> μικρό χαμηλό [[νησί]], [[συνήθως]] αμμώδες, το οποίο βρίσκεται [[πάνω]] σε μια κοραλλιογενή υφαλική [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ψηλός]] [[βράχος]] ή [[κάθε]] απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται [[προς]] την [[πλευρά]] της θάλασσας, όπως [[κορυφή]] ή [[πλαγιά]] βουνού, [[ακρωτήριο]] ή και [[ακρόπολη]] (α. «τοιγὰρ θανοῡσαι [[σκόπελον]] ἥμαξαν πέτρας», <b>Ευρ.</b><br />β. «Θηβᾱν [[σκόπελος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κανείς]] από αυτόν, [[σκοπιά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιξοότητα]], [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκοπέλου [[τέλος]]» — [[ειδικός]] [[φόρος]] για τη [[συντήρηση]] τών πύργων παρατήρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το [[σκοπός]] «επιβλέπων, [[παρατηρητής]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέπτομαι]]) με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> [[νέφος]]: <i>νεφ</i>-<i>έλη</i>). Η λ. είχε τη σημ. του υψώματος, του βράχου απ' όπου μπορούσε [[κάποιος]] να κατοπτεύει (<b>πρβλ.</b> [[σκοπιά]])]. | |||
}} | }} |