3,252,177
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de couvrir de ténèbres.<br />'''Étymologie:''' [[σκοτόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de couvrir de ténèbres.<br />'''Étymologie:''' [[σκοτόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [<i>σκοτῶ</i> (III)]<br /><b>μτφ.</b> α) πνευματική ή ψυχική [[σύγχυση]], [[πλάνη]] («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)<br />β) [[θάμπωμα]] («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας [[σκότωσις]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του σκοτῶ (III), [[σκοτισμός]], [[επισκότιση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σκοτοδίνη]]<br /><b>3.</b> [[τυφλότητα]]<br /><b>4.</b> [[έκλειψη]] («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |